-
1 ενθυμεομαι
1) иметь на уме, размышлять, обдумывать(τι Thuc., Xen., Plut., τινος Thuc., Xen., Plat. и περί τινος Plat., тж. ὅτι … Thuc., εἰ … Isocr. и ὡς … Xen.)
κράτιστος ἐνθυμηθῆναι Thuc. — умеющий отлично соображать;ἐνθυμοῦ μή τι παραλείπωμεν Plat. — подумай, не пропустили ли мы чего-л.;τὰ μὲν οἶδα σ΄ ἐνθυμουμένην, τὰ δ΄ ἡσυχαιτέραν Aesch. — я знаю, что это ты принимаешь близко к сердцу, а к тому ты равнодушна2) обращать внимание, сознавать3) приходить к выводу, заключатьτί οὖν ἐκ τούτων ὑμᾶς ἐ. δεῖ ; Dem. — какой же вывод должны вы сделать из этого?
См. также в других словарях:
πλεονάζω — ΝΜΑ, πλειονάζω Α [πλ(ε)ίον] 1. είμαι περισσότερος από όσο πρέπει ή χρειάζεται, περισσεύω 2. (το ουδ. μτχ. τού ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) το πλεονάζον ό,τι περισσεύει, περίσσευμα, πλεόνασμα νεοελλ. υπερτερώ σε αριθμό ή σε ποσότητα σε σχέση ή σε… … Dictionary of Greek
ενθυμούμαι — (AM ἐνθυμοῡμαι, έομαι και ἐνθυμίζομαι) έχω ή διατηρώ κάτι στην ψυχή μου, στη σκέψη μου, στη μνήμη μου, σκέπτομαι, σταθμίζω με τον νου, αναλογίζομαι, συλλογίζομαι («καὶ οἱ αὐτοὶ ἤτοι κρίνομέν γε ἤ ἐνθυμούμεθα ὀρθῶς τὰ πράγματα», Θουκ.) νεοελλ. μσν … Dictionary of Greek